-Νικόλαε πάμε, είναι μακρύς ο
δρόμος για την Θεσσαλονίκη θα διασχίσουμε βουνά και πεδιάδες.
Κοίταξα στα μάτια τον αρχηγό μας.
Ήταν νέος μόλις 22 χρονών και μας καθοδηγούσε όλους. Που το έβρισκε τόσο
θάρρος. Στις πορείες ,ποτέ δεν δείλιασε στις δυσκολίες, ήταν πρώτος. Και θυμάμαι
εκείνη την φωτιά που ξέσπασε μέσα στο στρατόπεδο, εκείνος έτρεξε με το άλογό
του και βοηθούσε τους στρατιώτες να την σβήσουν. Έχει ένα γαλήνιο βλέμμα κι ένα
χαμόγελο που δεν σβήνει ποτέ από τα χείλη του. Γυρίζω στον φίλο μου τον
Νέστορα.
ο άγιος Νέστορ |
-Εσύ Νέστορα, θα ακολουθούσες
τον Δημήτριο, μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
-Ναι Νικόλαε, βλέπεις τι
φλογερός αγωνιστής που είναι; Βλέπεις πως μας εμψυχώνει και δεν μας αφήνει να
χαθούμε. Είναι σπουδαίος!
-Η δύναμη που έχει δεν
φαίνεται ανθρώπινη, παρατήρησα.
-Ίσως παίρνει δύναμη από τον
Θεό που πιστεύει συμπλήρωσε ο Νέστορας.
-Μα δεν πιστεύει στους θεούς μας,
σ αυτόν τον Θεό που πιστεύομε όλοι;
-Δεν έχεις ακούσει Νικόλαε,
για τον αληθινό θεό τον Ιησού Χριστό;
Κοίταξα τον Νέστορα με
απορία. Είχα ακούσει για τους Χριστιανούς, αλλά δεν είχα δώσει σημασία.
Μαζεύονταν σε κάτι κρυφά μέρη, τις κατακόμβες , δεν τους άφηναν να πιστεύουν
τον θεό τους και να κάνουν την προσευχή τους. Φοβόμουν να τους πλησιάσω και δεν
έδινα σημασία.
Ο Νέστορας όμως μου μιλούσε με
θέρμη για τον Ιησού που σταυρώθηκε για να σωθούμε όλοι.
Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτά
που έλεγε, ο Νέστορας το κατάλαβε και μου πρότεινε.
ο Άγιος Δημήτριο διδάσκει |
-Ο Δημήτριος μετά την υπηρεσία
μας στο στρατό, το απόγευμα μας μιλάει, τα λόγια του είναι βάλσαμο στις κουρασμένες
ψυχές μας, θες να πάμε να τον ακούσουμε;
Δίστασα λίγο, αλλά ύστερα αποφάσισα,
έστω και για μια φορά ,να τον άκουγα.
Ο νέος μας διοικητής ήταν τόσο απλός ήταν τόσο γαλήνιος μας μιλούσε
ώρες κι εγώ άκουγα, η καρδιά μου γαλήνευε. Δεν ήθελα να τελειώσουν τα λόγια
του.
Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε ο
Δημήτριος μας πλησίασε, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Νέστορα και μας είπε.
-Πίστη ,ελπίδα και αγάπη τα πολύτιμα αγαθά που μας χάρισε ο Χριστός.
Εκεί το βλέμμα, κοντά του.
Είπε κι έδειξε τον ουρανό που
ήταν γεμάτος άστρα.
Εκείνες τις μέρες είμασταν όλοι αναστατωμένοι με το διάταγμα .
Ο αυτοκράτορας είχε διακηρύξει , κανείς να μην πιστεύει σε Θεούς εκτός από τους
θεούς της αυτοκρατορίας. οποίον χριστιανό έβρισκαν, τον έβαζαν φυλακή και τον
βασάνιζαν.
-Δημήτριε αυτό που κάνεις,
πίσω από την πλάτη μου, είναι ανήκουστο. Ο Γαλέριος βημάτιζε μέσα στην μεγάλη σάλα του παλατιού
φανερά ενοχλημένος, σχεδόν θυμωμένος.
-Σε κάλεσα λοιπόν εδώ ,να μου
διαψεύσεις τις φήμες, ότι είσαι χριστιανός.
Δεν μπορεί ο καλύτερος μου
στρατιώτης, που έχει την τιμή να είναι μετά από μένα αρχηγός του στρατού, να
πιστεύει αυτές τις ανοησίες.
Λοιπόν τι έχεις να
απαντήσεις;
-Είμαι χριστιανός ,απάντησε
σταθερά ο Δημήτριος.
-Μπορεί να μην άκουσα καλά, σε παρακαλώ επανέλαβε, συνέχισε με
θυμό ο Γαλέριος.
-Γαλέριε ,πιστεύω στον ένα
και αληθινό Θεό τον Ιησού Χριστό!
Ο Γαλέριος σωριάστηκε σε ένα ανάκλιντρο και κράτησε το
κεφάλι του.
-Αδύνατον, αδύνατον! Δημήτριε,
αυτό που λες , είναι και η καταδίκη σου.
-Δεν με πειράζει, η ζωή μου
είναι πλάι στον Χριστό.
-Στους στρατιώτες όταν τους μάζευες
τα απογεύματα δεν τους έλεγες προφανώς τεχνικές μάχης; Προσπάθησε να ψελλίσει ο
Γαλέριος.
-Όχι ,τους έλεγα τα Λόγια Του
Κυρίου.
-Αδύνατον, αδύνατον! Φώναζε ο
Γαλέριος δυνατά.
-Πρόσεξε μπορώ, να σε ρίξω τούτη την ώρα στην φυλακή.
Ο Δημήτριος στεκόταν γαλήνιος.
-Για τελευταία φορά πες μου
αρνήσε τους θεούς της Αυτοκρατορίας;
-Πιστεύω και ομολογώ τον Ιησού
Χριστό.
Ο Γαλέριος κατέρρευσε στο κάθισμα.
Στρατιώτες του έδωσαν ένα ποτήρι νερό και άλλοι δύο έβγαλαν τον Δημήτριο έξω ,τον
έριξαν μέσα στο πιο σκοτεινό κελί και έκλεισαν την μεγάλη σιδερένια πόρτα.
Ο Νέστορας ήρθε και με βρήκε
αλαφιασμένος
-Τον έβαλαν φυλακή.
-Ποιόν; απόρησα
-Τον Δημήτριο ,χτες το βράδυ,
μου το είπε ο Αβέρκιος ,που είδε τους στρατιώτες.
-Χάσαμε το στήριγμα μας. Και το
χειρότερο έχουν σκοπό να μας βάλουν όλους στην φυλακή.
-Μα εσύ δεν έχεις φόβο, του
έδωσα θάρρος ,εσύ δεν είσαι χριστιανός.
Ο Νέστορας με κοίταξε και
τότε κατάλαβα, πως η φλόγα του Δημητρίου είχε ανάψει στην καρδιά του.
Ακούστηκαν φωνές από την
πλατεία ένα μεγάλο κλουβί πλησίασε μέσα είχε ένα τεράστιο άνθρωπο. Ποτέ μου δεν
είχα δει τόσο ψηλό και γεροδεμένο άντρα φαινόταν σαν γίγαντας.
Ακούστηκαν σάλπιγγες, ερχόταν
ο Γαλέριος.
-Εμπρός ,εμπρός λοιπόν, κάποιοι
από εδώ ,αψήφησαν το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και την δική μου
προσταγή , αν είναι τόσο δυνατοί ,μπορούν να παλέψουν με τον ήρωα μας, τον πιο δυνατό
άνθρωπο του βασιλείου μας, τον Λυαίο!
-Χαχα για να δούμε, θα πάρετε δύναμη από τον βοηθό σας
τον Δημήτριο, που τώρα σαπίζει στην φυλακή;
-Ποιος έχει το θάρρος να
νικήσει τον Λυαίο; Φυσικά κανένας! Χαχαχα
-Νέστορα είναι πολύ δυνατός!
Νέστορα! Κοίταξα γύρω μου , ο Νέστορας δεν ήταν πουθενά
Έτρεξα κατά το στρατόπεδο
εκεί δίπλα ήταν το κτήριο των φυλακών , είδα από μακριά τον κόκκινο μανδύα του Νέστορα, αλλά δεν τον
πρόλαβα, είχε κιόλας χαθεί στους σκοτεινούς διαδρόμους της φυλακής.
-Που πηγαίνεις σαμιαμίδι; Ρώτησε
κοροϊδευτικά ο φρουρός.
-Στον αδερφό μου, απάντησε
χωρίς φόβο ο Νέστορας.
Ο φρουρός τον κοίταξε με περιέργεια
Ο Νέστορας έτρεχε προς την
είσοδο του κελιού του Δημητρίου.
Η βαριά σιδερένια πόρτα
άνοιξε κι ο Δημήτριος σηκώθηκε από το έδαφος , τα κελί παρ όλο που ήταν τόσο
σκοτεινό και βρώμικο, ανάδυε μια ευωδιά υπερκόσμια.
-Δημήτριε θέλω να με
βοηθήσεις. Πρέπει να αγωνιστώ ενάντια σε
αυτόν τον γίγαντα, που έφερε ο Γαλέριος στην πλατεία. Τον έφερε με σκοπό να μας
κοροϊδέψει και να μας βάλει όλους στην φυλακή.
Ο Δημήτριος έδειχνε ατάραχος.
-Θυμάσαι Νέστορα τι σας έλεγα
στο στρατόπεδο;
-Πίστη, ήταν η πρώτη κουβέντα
που είπε ο Νέστορας.
-Ακριβώς! έτσι θα νικήσετε
τον Λυαίο.
-Μα πως , εσύ μπορείς να με
βοηθήσεις προσευχή σου στον θεό στον Ιησού Χριστό που μας έλεγες τις παλιές καλές
ημέρες;
-Πίστη, Νέστορα, μην φοβάσαι
Ο Νέστορας έφυγε από το κελί
Καθόμουν έξω από τη φυλακή
και τον είδα τον έπιασα από τον μανδύα.
-Τον είδες; Είναι καλά;
-Ναι, καλά είναι, τώρα όμως Νικόλαε,
πρέπει να πάμε στην πλατεία.
-Στον γίγαντα; Ρώτησα και τα
μάτια μου γούρλωσαν.
-Ναι στον γίγαντα Λυαίο και πρέπει να παλέψουμε μαζί του.
-Θεέ μου εσύ είσαι άρρωστος,
μήπως η υγρασία της φυλακής σε πείραξε; μήπως πρέπει να ξαπλώσεις;
-Όχι ,είμαι απόλυτα καλά και
ξέρω πολύ καλά, τι θα κάνω.
Η φωνή του Νέστορα είχε ένα
θάρρος που με ξάφνιασε. Τον κοίταξα, ήταν ένας μικροκαμωμένος στρατιώτης, πως
θα μπορούσε να νικήσει και να παλέψει ακόμη με τον γίγαντα; Τα δικά μου γόνατα
έτρεμαν αλλά δεν έπρεπε να αφήσω τον φίλο μου έτσι αβοήθητο.
-Νέστορα, να το ξανασκεφτείς,
πάμε σπίτι ,να φάμε μελόπιτες.
Ο Νέστορας δεν με άκουγε,
ήταν κιόλας στην μέση της πλατείας και φώναξε δυνατά.
-Εγώ θα παλέψω με τον
γίγαντα και θα με βοηθήσει ο Θεός του
Δημητρίου!
Ο Γαλέριος άφρισε από το κακό του.
-Μα πως γίνεται και πολλαπλασιάζονται έναν είχα στην φυλακή και τώρα παρουσιάζεται
και άλλος ;
-Εμπρός λοιπόν γενναίο παλικάρι, που είσαι σαν νάνος ,μπροστά σε αυτόν τον πολεμιστή που δεν μπόρεσε
να νικήσει κανένας μέχρι τώρα!
Η φωνή του Γαλέριου δέσποζε
μέσα στην πλατεία κανένας δεν μιλούσε. Ο Νέστορας προχωρούσε αποφασιστικά.
Η φωνή μου ακούστηκε δειλή
και φοβισμένη.
-Μη Νέστορα, ξανασκέψου το! Έκανα
να τον πιάσω από τον μανδύα, μα αυτός μου έμεινε στα χέρια.
Ο Νέστορα προχώρησε
αποφασιστικά στην πλατεία και ο αγώνας
άρχισε.
Δεν άντεχα να βλέπω να
καταπλακώνει, με την μια τον γενναίο μου φίλο Νέστορα αυτός ο γίγαντας. Έκλεισα τα μάτια και
τραβήχτηκα σε μια γωνιά, άκουγα τις φωνές του πλήθους.
-Μα τι κάνει ο μικρός, έλεγαν
-Πάνω του μικρέ! Νέστορας, Νέστορας!
Ξαφνικά απόλυτη σιγή.
Άνοιξα τα μάτια κι άκουσα την
ιαχή:
Ζήτω! νίκησε ο Νέστορας!
Ο Γαλέριος ήταν έξω φρενών.
-Ποιος σε βοήθησε, τιποτένιο
ανθρωπάκι ,να κερδίσεις τον φοβερό γίγαντα, που στρατιώτες γενναίοι δεν
μπόρεσαν ποτέ να τον νικήσουν; Ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο Γαλέριος και άφριζε
από το κακό του.
Ο Θεός του Δημητρίου μου έδωσε
την δύναμη. Ο Δημήτριος προσεύχεται για μένα
στο σκοτεινό κελί που τον έχεις κλεισμένο! Ακούστηκε θαρραλέα η φωνή του
Νέστορα.
-Τώρα θα δεις , ποιος άλλος θα
είναι σε αυτό το σκοτεινό κελί ,μικρέ τιποτένιε! Αμέσως στην φυλακή με
αλυσίδες!
Δεν πρόλαβα καν να του δώσω
τον χιτώνα. Τα μάτια του Νέστορα με κοιτούσαν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε.
Κρατούσα τον χιτώνα ήμουν
πολύ στενοχωρημένος .
-Ήταν άδικο, μονολογούσα ,γιατί
να τους σκοτώσει και τους δύο;
Τους είχαν ρίξει μέσα σε μια μεγάλη
τάφρο. Έφυγε μαζί με τον Δημήτριο τον άνθρωπο που πίστεψε και αγάπησε πολύ.
Πήγα κοντά, ήταν μαζεμένοι
εκεί πολύ φίλοι κι άνθρωποι που είχαν δει τον Νέστορα να παλεύει με τον γίγαντα
Λυαίο και είχαν πιστέψει έσκυψα και η ευωδιά από τον χιτώνα μου πλημμύρισε την
ψυχή.
Ας είσαι ευλογημένος φίλε μου
ψιθύρισα ας είσαι ευλογημένος Δημήτριε.
________________
Η
κυρία Βερενίκη είχε τελειώσει την ιστορία. Τα παιδιά δεν μιλούσαν . Τα άφηνε
ακόμη να βλέπουν με τα μάτια της φαντασίας τους τις σκηνές της ιστορίας που τους
αφηγήθηκε πριν λίγο.
Αυτός ήταν ο Άγιος Δημήτριος παιδιά μου και ο
φίλος του ο Νέστορας που είναι και αυτός άγιος και γιορτάζει μια μέρα μετά την
γιορτή του Αγίου.
Ο Δημητράκης σηκώθηκε και έδειξε μια εικονίτσα που
του χάρισε η γιαγιά του, εκείνες τις ημέρες, πάνω στην εικόνα φαινόταν ο Άγιος
μαζί με το καφετί άλογο του και τον Λυαίο στα πόδια του.
Τα παιδιά άρχιζαν να αποτυπώνουν στο χαρτί τις αγαπημένες
τους σκηνές από τη ιστορία κι έτσι έφτιαξαν ένα εικονογραφημένο βιβλίο .
Χρωμάτισαν και το εξώφυλλο με την εικόνα του αγίου και το έβαλαν στην
βιβλιοθήκη της τάξης.
Έχουν δημιουργήσει με αυτόν τον τρόπο κι άλλα παραμύθια.
Η κυρία Βερενίκη τους έδειξε μερικές εικόνες από
τον τάφο του αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη.
-Μοσχοβολούσε πάντα ο τάφος του κυρία ρώτησε η
Πηνελόπη;
Ναι παιδιά μου για αυτό ονομάστηκε και μυροβλύτης
γιατί υπήρχε ένα υγρό που μοσχοβολούσε και έβγαινε από τον τάφο του.
Μπράβο καλό είναι τα παιδιά να μαθαίνουν την ιστορία του Αγίου Δημητρίου
ΑπάντησηΔιαγραφή