Μασουλούσα ανόρεχτα
τα λιγοστά ρεβίθια που είχα στο πιάτο μου. Η μητέρα έβαζε τα μικρά για ύπνο. Ύστερα
πήγε στα εικονίσματα, άναψε το καντήλι και έκανε τον σταυρό της. -Μεγάλη ημέρα
αύριο, Νικόλα μου, γύρισε στο μέρος μου και μου ψιθύρισε.
-Του Αγίου
Λουκά. Γιατρός ήταν και μακάρι να γιατρέψει τις ψυχές μας και την άμοιρη
πατρίδα μας.
Εγώ σηκώθηκα,
μικρό παλικαράκι τότε, δεν μπορούσα να πάω ούτε στον πόλεμο, αλλά ούτε να καθίσω
και στο σπίτι, είχαμε το σχέδιό μας, με
την ομάδα εκείνο το βράδυ.
Η μάνα με
κοίταξε.
-Ξάπλωσε να
ξεκουραστείς.
Εγώ καμώθηκα
πως κουκουλώθηκα κάτω απ΄ τα σκεπάσματα, αλλά δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Σαν βεβαιώθηκα
πως όλοι είχαν κοιμηθεί τράβηξα κατά την πόρτα της εξόδου. Το ημερολόγιο στον
τοίχο έλεγε 17 Οκτωβρίου, τράβηξα με το
χέρι σιγά σιγά το χαρτάκι
18 Οκτωβρίου
Βρήκα τον
Σπύρο και την Ειρήνη στην κατηφόρα. Τρέξαμε στο στρατόπεδο.
Τα μάτια μας
κοιτούσαν γύρω, μην και εμφανιστεί κάποιο όχημα Γερμανών. Απόλυτη ησυχία.
-Θα τα
μαζεύουν να φύγουν, οι Γερμαναράδες, ψιθύρισε ο Σπύρος,με ένα σαρκαστικό
χαμόγελο.
Ακούσαμε ένα
απαλό θρόισμα, σαν να ήταν ο άνεμος που φυσούσε μέσα από τα δέντρα.
Ο Σπύρος μου
έδειξε με το χέρι δύο σκιές.
Κοιταχτήκαμε,
δεν κάναμε βήμα, οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά, ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο,
Σιωπή!
Οι σκιές
έτρεχαν από κτήριο σε κτήριο, σταματούσαν, έσκυβαν κι έφευγαν
-Μα είναι
γεμάτες πυρομαχικά οι αποθήκες, τι θέλουν αυτοί εδώ θα ανατιναχτούμε, μας είπε
η Ειρήνη με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
-Έχουν
κάποιο σχέδιο στο νου τους αλλά ποιοι να είναι; Παρατήρησα
-Κι εμείς τι
καθόμαστε, πάμε από κοντά να δούμε, μας έκανε νόημα ο Σπύρος.
Το θέαμα μας
πάγωσε. Ένα καλώδιο ένωνε τις αποθήκες. Με την πυροδότηση, όλες θα γίνονταν
παρανάλωμα του πυρός, και μαζί τους και
η Λαμία.
Όμως τώρα, εκεί
κάτω το καλώδιο ήταν κομμένο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Χαμογελάσαμε
ο ένας στον άλλο.
-Γερμανοί! Έκανε
ο Σπύρος και μας έριξε κάτω στα χόρτα.
Οι
γερμανικές μοτοσικλέτες και τα φορτηγά πέρασαν πάνω στον δρόμο.
Μόλις
απομακρύνθηκε ο θόρυβος σηκώσαμε το κεφάλι και κοιτάξαμε κατά την ανατολή ο
ήλιος ανέτειλε και δεν ακούστηκαν εκρήξεις παρά μόνο δύο τρεις χωρίς να υπάρχει
κίνδυνος.
Ένας άντρας
με γαλάζια μάτια στεκόταν από πάνω μας
- ei ragazzi Έφυγκαν liberta! Ελεύθεροι!
Σηκωθήκαμε
και δεν το πιστεύαμε, αγκαλιαζόμασταν με τους δύο άγνωστους και δεν ξέραμε πώς
να φανερώσουμε την χαρά μας.
Έτρεξα στο
σπίτι
-Μάνα έφυγαν!
Η μάνα είχε ανάψει
το καντηλάκι και έκανε σιωπηλά την προσευχή της.
-Πάμε παιδί μου ,
Σηκώσαμε και
τα μικρά και τραβήξαμε στο εκκλησάκι του Άγιου Λουκά
Κόσμος από
κάθε γωνιά της πόλης έτρεχε εκεί.
Οι
γυναίκες έβγαζαν μέσα από τις τσέπες τους μικρές σημαιούλες γαλανόλευκες κι όλοι αναπνέαμε πια ελεύθεροι.
Δραματοποιημένη
αφήγηση για την απελευθέρωση της Λαμίας τον Οκτώβριο του 1944.
Ευχαριστώ
την κυρία Κούλα Κάϊλα και τον Ευθύμιο Xριστόπουλο που μου ιστόρησαν αυτά τα γεγονότα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου