Ο Πενταμπελάς, είναι ένας
φτωχός αγρότης με ένα μικρό κτηματάκι, που έχει όλα κι όλα πέντε αμπελάκια.
Κάθε πρωί, τα σκαλίζει, τα ποτίζει και περιμένει όλο χαρά, να του δώσουν
ζουμερά σταφύλια.
Στο δάσος, πέρα απ το αμπέλι,
τριγυρνούσε μια πονηρή αλεπού. Όταν η αλεπού μυρίστηκε τα σταφύλια, δεν χάνει
καιρό πάει μια και δύό στο αμπέλι του Πενταμπελά κι αρχίζει να δοκιμάζει τα
σταφύλια.
Το άλλο πρωί βλέπει ο
καημένος ο νοικοκύρης την καταστροφή και δεν ήξερε τι να κάνει, τραβούσε τα
μαλλιά του. Πέντε σταφυλάκια είχε όλα κι όλα και του τα έφαγε η αλεπού! Τι να
κάνει, παραφυλάει και ένα βράδυ εκεί που η πονηρή ερχόταν να φάει και τα
υπόλοιπα σταφύλια, τσαακ, την τσακώνει και την κρατά από την ουρά.
-Τι είναι αυτό που μου έκανες
κυρά Μάρω; Πέντε σταφυλάκια είχα όλα κι όλα κι εσύ πήγες και τα έφαγες;
-Συγχώρα με, αφέντη
Πενταμπελά μου και δεν θα το ξανακάνω;
-Τι δεν θα το ξανακάνεις; Εδώ
μου κατέστρεψες το βιός μου, πάνε τα σταφυλάκια μου, θα σου κόψω την ουρά.
-Μα καλέ μου Πενταμπελά, σου
βαστάει η ψυχή να με αφήσεις έτσι κολοβή;
-Και βέβαια μου βαστάει η
ψυχή, αφού κι εσύ δεν με λυπήθηκες και μου έφαγες τα σταφύλια.
-Σε παρακαλώ μην μου κάνεις
κακό κι εγώ θα σε κάνω γαμπρό του βασιλιά.
-Είσαι στα καλά σου κυρα
Μάρω; Θα με παντρέψεις με την κόρη του βασιλιά, εμένα που δεν έχω στον ήλιο
μοίρα;
-Τι σε νοιάζει εσένα; Θα σε
παντρέψω, αρκεί να μου αφήσεις την ουρά.
Ο Πενταμπελάς με τα πολλά με
τα λίγα, την άφησε την αλεπού κι εκείνη έτρεξε στην αυλή του βασιλιά. Σαν την
είδαν οι φρουροί την έδιωχναν, αλλά εκείνη ήθελε να δει ντε και καλά τον βασιλιά
-Αφήστε με να μπω στο παλάτι,
θέλω να δω τον βασιλιά, με στέλνει ο αφέντης μου ο Πενταμπελάς.
-Μπα σε καλό σου, αλεπού,
μεγάλος μπελάς είσαι, φύγε από εδώ γρήγορα, εδώ είναι παλάτι δεν μπορούν να
κυκλοφορούν αλεπούδες.
-Μα θέλω να δω τον βασιλιά,
σε παρακαλώ, άφησέ με με στέλνει ο Πενταμπελάς.
-Ποιος είναι πάλι αυτός ο
Πενταμπελάς;
-Δεν ξέρεις τον αφέντη τον
Πενταμπελά, με την τεράστια περιουσία με αμπέλια και χωράφια, κοπάδια και
πύργους;
-Μου λες ψέματα αλεπού και
καλά θα κάνεις να φύγεις από εδώ.
-Δεν φεύγω αν δεν δω τον
βασιλιά.
Ο βασιλιά άκουσε την φασαρία
και βγήκε στο μπαλκόνι του.
-Μα τι συμβαίνει επιτέλους,
τι γίνετε κάτω στην αυλή; Γιατί δημιουργήθηκε τόση φασαρία;
-Βασιλιά μου εδώ είναι μια
αλεπού και θέλει να σου μιλήσει. Την στέλνει λέει ο αφέντης ο Πενταμπελάς.
-Πενταμπελάς; Απόρησε ο
Βασιλιάς
-Βεβαίως βασιλιά μου ο
αφέντης, που έχει τα αμέτρητα τα χτήματα και τα αμπέλια, τα πολλά κάτω στον
κάμπο, Φώναξε η αλεπού.
Ο Βασιλιάς μάλλον χάζι ήθελε
να κάνει με την αλεπού την έβαλε στο παλάτι του.
-Για πες μου κυρα Μάρω, τι σε
πρόσταξε ο αφέντης σου;
-Να βασιλιά μου, όπως
γνωρίζεις ο αφέντης μου είναι πολύ πλούσιος. Να φανταστείς πως για τα χρυσά μας τα νομίσματα, έχουμε μια ειδική
μηχανή και τα μετράμε κάθε βράδυ. Προχτές λοιπόν που γύρισε από το μακρινό του
ταξίδι στις Ινδίες, βάλαμε κάτω την
μηχανή και αρχίσαμε να μετράμε, αλλά κάποια στιγμή η μηχανή έκανε γκραγκαγρούγκ
γκραγκακρούγκ και έσπασε! Και είχαμε μείνει στην μέση. Τι να κάνουμε τώρα, πώς
να μετρήσουμε τα μυριάδες μυριάδων χρυσά νομίσματα που έχουμε;
Γιαυτό βασιλιά μου, ήρθα με
όλο το θάρρος στην αφεντιά σου να μας δανείσεις την δικιά σας την μηχανή, να
κάνουμε λίγο την δουλειά μας και να την ξαναφέρουμε.
-Ωραία κυρα Μαριώ, γέλασε ο
βασιλιάς θα σου την δανείσω την μηχανή μας, αλλά να μας την ξαναγυρίσεις .
-Μα και βέβαια Βασιλιά μου.
Σε ευχαριστώ και σε χαιρετώ.
Φεύγει η αλεπού από το παλάτι
και γυρίζει στο σπίτι του Πενταμπελά. Αυτός την περίμενε με αγωνία.
-Άντε κυρα Μαριώ τι έγινε;
-Μην ανησυχείς Πανταμπελά μου,
μην ανησυχείς, όλα πάνε ρολόι εσύ σε λίγο θα είσαι ο γαμπρός του βασιλιά.
-Με κοροϊδεύεις κυρα Μάρω; Θα
σου κόψω την ουρά.
-Έλα σε παρακαλώ, άσε τα
αστεία, γιατί έχω σοβαρή δουλειά να κάνω.
Η αλεπού έφυγε και πάλι και
μια και δύό τρέχει πάλι στην αυλή του βασιλιά. Την βλέπουν οι φρουροί και
προσπαθούν να την διώξουν.
-Αφήστε με, να δω τον βασιλιά
,με στέλνει ο αφέντης μου Πενταμπελάς.
-Κυρά Μαριώ πολύ έξυπνη είσαι,
σε ποιόν τα λες αυτά, γρήγορα φύγε από εδώ.
-Δεν φεύγω, αν δεν δω τον
βασιλιά!
-Φύγε σου, λέμε με το καλό.
-Όχι δεν φεύγω !
Φασαρία κακό κάτω στη αυλή
του βασιλιά, βγαίνει πάλι ο Βασιλιάς στο μπαλκόνι του.
-Τι συμβαίνει, πάλι στην αυλή
και γίνετε τόση φασαρία;
-Να μεγαλειότατε είναι πάλι
αυτή η αλεπού εδώ και θέλει να σε δει.
Να περάσει;
Η αλεπού περνά πάνω στον
Βασιλιά και του λέει το και το.
-Βασιλιά μου έχουμε κι άλλο
πρόβλημα με τον αφέντη μου τον Πενταμπελά!
-Τι συμβαίνει καλή μου κυρα
Μάρω;
-Να χτες, αρχίσαμε να μετράμε
και τα αργυρά νομίσματα, που έχει ο αφέντης μου ο Πενταμπελάς και δυστυχώς
μείναμε πάλι στην μέση. Χάλασε η μηχανή
μας, τι θα κάνουμε τώρα; Πως θα μετρήσουμε
τα αργυρά νομίσματά μας;
-Μην στεναχωριέσαι κυρά Μάρω,
θα σου δώσω την δική μου μηχανή να κάνεις την δουλειά σου.
-Αχ άρχοντα μου για το καλό
που μας έκανες, σε μένα και στον αφέντη μου τον Πενταμπελά, σε προσκαλούμε
αύριο στον πύργο μας, για να σας κάνουμε το τραπέζι, σε σένα και στην θυγατέρα
σου.
-Μετά χαράς θα έρθω κυρά
Μαριώ, γιατί θέλω πολύ να δω από κοντά τον αφέντη τον Πενταμπελά, έχω ακούσει
τόσο για αυτόν από εσένα και τώρα ήρθε η ώρα, να τον γνωρίσω και από κοντά.
-Μεγάλη μας χαρά Βασιλιά μου,
θα σας περιμένουμε.
Η αλεπού έτρεξε, έτρεξε και
έφτασε στον πύργο του κάμπου. Στον δρόμο που περνούσε συναντούσε διάφορους
χωριάτες, που δουλεύανε στα χωράφια.
-Ε !καλοί άνθρωποι, άμα
περάσει από εδώ ο Βασιλιάς, να πείτε πως τούτα τα χωράφια, είναι του αφέντη του
Πενπαμπελά.
Παρακάτω συνάντησε βοσκούς,
που έβοσκαν κοπάδια με πολλά ζώα.
-Ε νοικοκυραίοι! άμα περάσει
ο βασιλιάς από εδώ και σας ρωτήσει τίνος είναι αυτά τα κοπάδια, να απαντήσετε
του αφέντη του Πενταμπελά.
Τρέχοντας, τρέχοντας έφτασε
και στην πόρτα του πύργου. Ο πύργος αυτός ανήκε σε έναν φοβερό μάγο που εκείνη
την ώρα έκανε τα μαγικά του.
-Και τώρα θα μεταμορφωθώ σε
κουνούπι!
-Ζζζζζζ ωραία πιάνει το κόλπο
μου.
Επ ποιος είναι στον πύργο
μου;
-Εγώ αφέντη μάγε μου, η κυρά
Μάρω η αλεπού. Έμαθα πως είσαι πολύ καλός μάγος και ήρθα να σε θαυμάσω, για
δείξε μου το ξέρεις να κάνεις;
-Α καλή μου αλεπουδίτσα,
γνωρίζω πολύ καλά την μαγική τέχνη και μπορώ να μεταμορφωθώ σε ότι ζώο θελήσω.
-Μπορείς να γίνεις ένα φοβερό
λιοντάρι ας πούμε;
-Μα και βέβαια, είπε ο μάγος
και ευθύς έγινε ένα τρομερό λιοντάρι, που έτρεχε πάνω κάτω και βρηχιόταν, μέχρι
που η αλεπού ζάρωσε σε μια γωνιά και δεν
κουνιόταν καθόλου.
-Μπράβο, μπράβο! πολύ ωραίο
το λιοντάρι, τώρα όμως δεν θα μπορείς να γίνεις κάτι πολύ μικρό.
-Μικρό, μα και βέβαια μπορώ
να γίνω. Ας πούμε ένα ποντίκι.
Και στην στιγμή ο μάγος
μεταμορφώθηκε σε ποντίκι, η αλεπού το κυνήγησε και το έχωσε σε μια τρύπα στον
τοίχο, έβαλε και μια πέτρα μπροστά και ο μάγος ήταν αδύνατον να εμφανιστεί ξανά.
Ωραία τώρα ήρθε η ώρα να
τελειώσω το σχέδιό μου είπε η Κυρα Μάρω και έτρεξε να βρει τον Πενταμπελά.
Ο Βασιλιάς πήρε την θυγατέρα
του και ξεκίνησαν για τον πύργο, στον δρόμο συναντούν του χωρικούς που θέριζαν
τα χωράφια.
-Κοίτα πατέρα! πόσα πολλά
χωράφια! Τίνος να είναι άραγε;
-Για να ρωτήσουμε κόρη μου.
-Του αφέντη Πενταμπελά είναι ,απάντησαν
οι χωρικοί
-Πολύ πλούσιος, φαίνεται ο
αφέντης Πενταμπελάς, απάντησε η βασιλοπούλα.
Πιο κάτω συνάντησαν πολλά
κοπάδια με ζώα.
-Πατέρα τίνος να είναι όλα
τούτα τα κοπάδια, ρώτησε πάλι η βασιλοπούλα.
-Να ρωτήσουμε τους χωρικούς,
κόρη μου.
-Τίνος είναι αυτά τα κοπάδια;
Ρωτά ο βασιλιάς.
-Του αφέντη Πενταμπελά,
απάντησαν με ένα στόμα οι χωρικοί.
Έφτασαν και στον πύργο! Τους
περίμενε η αλεπού και τους οδήγησε στο σαλόνι.
-Μα που είναι ο αφέντης
Πενταμπελάς, αναρωτήθηκε ο βασιλιάς, να τον γνωρίσουμε επιτέλους.
-Έλα έξω Πενταμπελά, φωνάζει
η αλεπού.
Και βγαίνει ο Πενταμπελας, με
τα ρούχα του τα χωριάτικα το καπέλο και ξαφνιάζετε ο βασιλιάς.
-Μα πως είναι έτσι ο
Πενταμπελας, ένας απλός χωρικός;
-Έτσι είναι βασιλιά μου, αφού
έχει πολλά χρήματα και χωράφια και κοπάδια και πύργο ολάκερο, δεν θέλει να
φοράει τα χρυσά και τα ασήμια.
-Πατέρα μπράβο, αν και έχει
τόσα πλούτη, είναι απλός. Αυτόν τον άντρα θα ήθελα να παντρευτώ, είπε και η
βασιλοπούλα.
-Αλεπού και Πενταμπελά, θα
θέλαμε να σας κάνουμε μια πρόταση, τώρα που είμαστε όλοι εδώ στο τραπέζι.
Θα ήθελες Πενταμπελά να
παντρευτείς την κόρη μου;
-Ναι βασιλιά μου, θα ήθελα,
να την κάνω ευτυχισμένη, για όλη της την ζωή.
-Ωραία παιδιά μου, ας γίνουν
οι βασιλικοί γάμου και θα είναι καλεσμένοι όλοι οι χωρικοί.
Χόρεψαν τραγούδησαν μέχρι το
πρωί. Όταν τελείωσε ο χορός, τελείωσε και το γλέντι, σηκώνετε η αλεπού και
σκεφτόταν
-Τι να γίνει από δω και πέρα;
που ο Πενταμπελάς παντρεύτηκε την βασιλοπούλα και τακτοποιήθηκε για όλη του την
ζωή. Θα με σκέφτεται καθόλου ή θα με πετάξει στον δρόμο.
Στάσου να του κάνω ένα κόλπο.
Θα κάνω την ψόφια, για να δω τι θα κάνει.
Καμώνεται λοιπόν η αλεπού την
ψόφια και πέφτει στην αυλή του παλατιού. Την βλέπει ο Πενταμπελάς και τρέχει.
-Μπα τι να έπαθε η αλεπού,
μια χαρά ήταν στο γλέντι.
-Κυρά Μάρω, την σκουντάει,
κυρα Μάρω.
Μπα δεν μιλάει, δεν κουνιέται,
μάλλον θα ψόφησε ας την ρίξω κι εγώ στην χωματερή, τι ανάγκη έχω τώρα, βασιλιάς
είμαι!
-Τι είπες βρε αχάριστε;
Φωνάζει η αλεπού και σηκώνετε πάνω ολόγερη
Τι είπες; Εγώ που σου έκανα
τόσα καλά;
-Κυρα Μαριώ μου συγνώμη δεν
ήθελα να σου κάνω τίποτα, έτσι το είπα.
-Να προσέχεις Πενταμπελά γιατί
σε όσους σου κάνουν το καλό, δεν είσαι αχάριστος, τους κάνεις κι εσύ το καλό.
-Ναι κυρα Μαριώ μου σωστά τα
λες θα σου φτιάξω κι εγώ ένα σπιτάκι να έχεις όλα τα καλά και να μένεις για
πάντα μαζί μας.
Κι έτσι ζήσανε αυτοί καλά κι
εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου