Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Το μικρό γαϊδουράκι.


Το μικρό γαϊδουράκι και η μανούλα του είναι δεμένα στην άκρη στο χωράφι. Είναι όλα τόσο ήσυχα στο χωριό. Η δουλειά έχει τελειώσει και το μικρό γαϊδουράκι θέλει να παίξει με την μανούλα του, όπως άλλωστε κάνουν όλα τα μικρά παιδιά!

Γαϊδουράκι: Έλα μαμά, θα μου πεις την ιστορία;
Μανούλα Γαϊδουρίτσα: Η αλεπού και ο λύκος….
Γαϊδουράκι: Όχι! Όχι αυτή, την άλλη την αληθινή, με το μωράκι στο στάβλο.
Μανούλα: Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, από τότε!
Γαϊδουράκι: Μα, έλα μαμά πες την! Μου αρέσει πολύ!

Μανούλα: Στην μικρή πόλη της Βηθλεέμ ζούσε η γιαγιά μου. Την είχαν βάλει να κάθεται, μετά την σκληρή δουλειά που έκανε, σε ένα μικρό σπήλαιο στην άκρη της πόλης.



Γαϊδουράκι: Δούλευαν πολύ τότε, μαμά;
Μανούλα: Η γιαγιά δούλευε εκείνο τον καιρό. Στην μικρή Βηθλεέμ είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι. Προσπαθούσαν να βρουν έναν τόπο για να μείνουν.
Γαϊδουράκι: Το μωράκι πότε γεννήθηκε στον στάβλο;
Μανούλα: Ήταν κρύο εκείνο το βράδυ, οι καημένοι οι γονείς του δεν μπόρεσαν να βρουν ένα δωμάτιο να μείνουν. Ήρθαν μέσα εκεί. Μαζί με την γιαγιά καθόταν κι ένα μεγάλο βόδι που ήσυχα ήσυχα έτρωγε το σανό του.
Το βράδυ γεννήθηκε το μωρό.
Γαϊδουράκι: Έλα μαμά, πες μου τα όλα! Για τους αγγέλους, τους παράξενους ταξιδιώτες με τα δώρα!
Μανούλα: Πραγματικά εκείνη η  νύχτα ήταν παράξενη! Τόσο ήσυχη, τόσο γαλήνια!
Αυτό το μωρό είχε ένα χαμόγελο που έλαμπε σαν ήλιος. Προσπαθούσε η γιαγιά μαζί με το βόδι να το ζεστάνουν με την ανάσα τους. Η μανούλα του το αγκάλιαζε τρυφερά και του τραγουδούσε. Όλα  είχαν τόση γαλήνη! Τόση ηρεμία! Σαν να είχε κατέβει ο ουρανός με τους αγγέλους στη Γη! Κι εκείνοι που ήταν άλογα ζώα, το είχαν καταλάβει.

Γαϊδουράκι: Τι να έγινε αυτό το μωρό άραγε;
Μανούλα: Μια φίλη της γιαγιάς, είπε πως τους βοήθησε, να φύγουν για μια μακρινή χώρα, την Αίγυπτο. Τους κυνηγούσε ο βασιλιάς Ηρώδης, ήταν τόσο κακός, ήθελε να κάνει κακό στο βρέφος.
Γαϊδουράκι: Μετά; Το μωρό γύρισε πίσω;
Μανούλα: Είναι ο πιο σπουδαίος άνθρωπος που έχω συναντήσει! Αγαπά όλους τους ανθρώπους! Τους βοηθά σε ότι έχουν ανάγκη. Σκέψου ότι χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους στην έρημο! Είναι τόσο καλός! Μιλάει , διδάσκει, ο κόσμος έχει βρει μια ελπίδα στην ζωή του. Κάποιοι λένε ότι είναι ο Μεσσίας, που περιμένει ο λαός του Ισραήλ.


Η κουβέντα σταμάτησε. Δυο άνθρωποι πλησίασαν το γαϊδουράκι και την μητέρα του, το έλυσαν και το πήραν κοντά τους.
Ο Κύριος μας, το χρειάζεται! Φώναξαν, θα το γυρίσουμε πάλι πίσω.
Γαϊδουράκι: Με πήραν και με πήγαν στην είσοδο της πόλης. Πο! Πο! Τι κόσμος είχε μαζευτεί εκεί! Εκεί Τον είδα! Ήταν τόσο γαλήνιος , τόσο ήρεμος! Χαμογελούσε στα μικρά παιδιά, που έτρεχαν ξοπίσω του. Έβαλαν δυο ρούχα στην ράχη μου, Εκείνος κάθισε.

Προχωρούσαμε, στην  μεγάλη πόλη την Ιερουσαλήμ!
Ω! μα τι υποδοχή είναι αυτή που του κάνουν! Σίγουρα θα είναι κάποιος άρχοντας , μπορεί και βασιλιάς. Αλλά με αυτά τα ρούχα δεν νομίζω . Ανέβηκε πάνω στην ράχη μου, σε εμένα το ταπεινό γαϊδουράκι, όχι σε κάποιο περήφανο άλογο.
Ο κόσμος όμως τον ζητωκραυγάζει :

Ωσαννά! Ωσαννά!
Ευλογημένος ο ερχόμενος
Εν ονόματι Κυρίου!

Τα παιδιά τρέχουν! Έχουν κόψει κλαδιά από φοίνικες και στρώνουν για να περάσει. Μερικοί βγάζουν τα ρούχα τους, τα απλώνουν στον δρόμο!


Μα ποιος να είναι αυτός ο άνθρωπος; αναρωτιέμαι. Μήπως είναι εκείνο το μικρό βρέφος της Βηθλεέμ;
 Το γαϊδουράκι πραγματικά απορούσε. Το μικρό του μυαλουδάκι δεν πίστευε, πως ζούσε εκείνη την στιγμή, που ο Ιησούς έμπαινε μέσα στη Ιερουσαλήμ μετά βαΐων και κλάδων!
Γαϊδουράκι: Ακούω δυο ανθρώπους να ψιθυρίζουν.
Φαρισαίοι: Μα τι θόρυβος γίνεται; Πως φωνάζει έτσι ο κόσμος; Είναι δυνατόν να φωνάζουν έτσι για τον Ιησού από την Ναζαρέτ;
Με έδεσαν στην άκρη του δρόμου. Ο Ιησούς κατέβηκε. Τους πλησίασε.


Ιησούς: Εσείς δεν έχετε ακούσει τον ψαλμό που λέει:

Από το στόμα των παιδιών
Και των βρεφών που θηλάζουν
Θα πλέξω ύμνο για Σένα Θεέ μου!

Μάλλον δεν τους άρεσε η απάντηση  και έφυγαν από δίπλα μας, χάθηκαν μέσα στο πλήθος.
Σταμάτησε μπροστά στον μεγάλο ναό. Πήγε κοντά στην πόρτα του Ναού, εκεί που ήταν το παζάρι . Το γνωρίζω αυτό το παζάρι. Η μητέρα φέρνει εμπορεύματα αρκετές φορές εδώ.
Μα δεν Του αρέσει καθόλου αυτό που γίνεται! Πήρε ένα μεγάλο λουρί και χαλάει τους πάγκους!

Το χαμόγελο έχει χαθεί από τα χείλη του. Οι δυο άνδρες που με πήραν από το χωριό με οδηγούν τώρα πίσω, μα ακούω τα θυμωμένα λόγια Του:
«Κάνατε τον οίκο Του πατέρα Μου, οίκο εμπορίου!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου