Ήταν καθισμένος ανάμεσα σε χαρτιά και βιβλία. Διάβαζε όλη
μέρα μελετούσε από τα χοντρά βιβλία του χίλια δυο πράγματα για τον κόσμο.
Έβλεπε τις εικόνες σημείωνε κάθε λίγο στο μικρό κιτρινισμένο τετράδιο δύο
γραμμές και πάλι ξαναχωνόταν στις σελίδες του βιβλίου. Κάθε μέρα κι άλλο χοντρό
βιβλίο κατέβαινε από τα ράφια της τεράστιας βιβλιοθήκης του και άρχιζε να το
διαβάζει.
Μα τι είναι αυτά τα λαμπερά ματάκια που φάνηκαν στο
παράθυρο;
Δύο… τέσσερα… έξι…..
Ένα δάχτυλο μπήκε μπροστά στα χείλη κι ακούστηκε
-Σσσσσς
-Μην μιλάτε παιδιά πάλι διαβάζει.
Τα λαμπερά ματάκια κοίταξαν μέσα απ το σκονισμένο τζάμι,
γύρω από την βιβλιοθήκη υπήρχαν χιλιάδες ρολόγια.
Ρολόγια μικρά ρολόγια μεγαλύτερα και στο τζάκι με το σβησμένο κούτσουρο ένα τεράστιο
ρολόι που έδειχνε πάντα δώδεκα.
Τα παιδιά τρύπωσαν μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα. Χάζεψαν
στην βιβλιοθήκη.
Τα γέρικα μάτια του δεν τα πρόσεξαν, αλλά σαν κάτι να
άκουσε!
Σήκωσε το κεφάλι του πάνω από το βιβλίο και κοίταξε γύρω…
Τίποτε.
Τα παιδιά είχαν κρυφτεί πίσω από το μεγάλο τραπέζι
Συνέχισε να διαβάζει…
Κράααακ ‘ένας θόρυβος ακούστηκε από το σανίδι του πατώματος.
Τότε σηκώθηκε ορθός.
-Ποιος είναι είπε σιγαλά…
-Εμείς … ψιθύρισαν τα παιδιά και βγήκαν σιγά σιγά έξω από την
κρυψώνα τους.
Τα μάτια του γέλασαν και τα ρώτησε.
-Τι γυρεύετε εδώ μικρούλια μου; Δεν είναι χώρος αυτός για
παιδιά.
Ο Νικόλας πήγε τον λόγο και είπε.
-Είναι όλα τόσο
παράξενα εδώ!
-Θέλαμε να κάνουμε εξερεύνηση, πετάχτηκε η Μυρτώ, με τα κόκκινα
κοτσιδάκια της να πηγαίνουν πέρα δώθε.
-Θα μας εξηγήσετε για τα ρολόγια; Ρώτησε η Ελένη, που ήταν η
πιο μεγάλη της παρέας και ήθελε σίγουρα
να μάθει κάτι.
-Τα ρολόγια….μμμμ είναι αυτά που μου άφησαν οι παππούδες μου, πριν πολλά πολλά χρόνια.
-Και τι κάνουν αυτά τα ρολόγια; Ρώτησε ανυπόμονα ο Νικόλας ,
μια και είχε αγωνία να μάθει επιτέλους το μυστικού του παράξενου κυρίου, που
ζούσε τόσα χρόνια δίπλα στο σπίτι τους.
- Αυτά μετράνε τον χρόνο…κάθε ώρα που περνάει…κάθε λεπτό, κάθε
δευτερόλεπτο…μετρούν τον χρόνο.
-Και ποιος είναι πάλι αυτός ο κύριος χρόνος;
Ο άντρας χαμογέλασε
-Μμμ, Ο κύριος χρόνος είναι ένας βιαστικός κύριος που τρέχει…τρέχει, τρέχει συνέχεια..
-Κι εμείς οι άνθρωποι τι κάνουμε; ρώτησαν πάλι ανυπόμονα,
-Τρέχουμε ξοπίσω του να τον προλάβουμε. Γέλασε πάλι.
-Κι αν σταματήσει;
-Α ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ, τρέχει συνέχεια. Σταματά μόνο
αν κάποιος φύγει από αυτή την ζωή.
-Κι αν σταματήσει; επέμεινε πάλι η Ελένη που ήθελε να μάθει.
-Τότε δεν ξέρω τι
μπορεί να γίνει. Ίσως οι άνθρωποι ξαναβρούν κάποιο άλλο μέτρο,για να μετρούν
τον χρόνο, που τρέχει….
Γύρισε και βυθίστηκε πάλι στα βιβλία του. Τα παιδιά κοίταξαν
γύρω τα διάφορα αντικείμενα που είχε ο παράξενος άντρας μέσα στο σπίτι και τον
χαιρέτησαν.
Την τελευταία στιγμή ο Νικόλας πρόσεξε ένα μικρό πράσινο
πετραδάκι που βρισκόταν στην άκρη του τραπεζιού.
Ήταν τόσο λαμπερό, που δεν αντιστάθηκε στην επιθυμία, να το κρατήσει
στα χέρια του.
Το κοίταξε και μέσα είδε
ένα παλάτι με πολλά παράθυρα και μια τεράστια πόρτα….
-Στο καλό παιδιά μου, ακούστηκε η φωνή του σοβαρού κυρίου να
βγαίνει μέσα από το χοντρό του βιβλίο. Τα χαιρέτησε χωρίς να τα δει καν στα
μάτια.
Ο Νικόλας φοβήθηκε και γρήγορα γρήγορα άφησε το πράσινο
πετραδάκι όπου μπορούσε…ανάμεσα στους δείκτες του ρολογιού πάνω στο τζάκι…
Και τότε……. Ο χρόνος σταμάτησε…..
Μπορείς εσύ να μας πεις τι γίνετε όταν σταματά ο χρόνος;
Γράψε την δική σου
συνέχεια στην ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου