Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Αθανάσιος, Στα μονοπάτια του Ολύμπου

Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί μέρος του διηγήματος μας "Αθανάσιος, στα μονοπάτια του Ολύμπου". Η ιστορία μπλέκει το σήμερα με το χτες, την πραγματικότητα με το παραμύθι, αναφέρεται στους Θεούς του Ολύμπου.




Ο παππούς δεν ήρθε φέτος μαζί μας. Ήταν  η πρώτη χρονιά που δεν ερχόταν στο βουνό. Ο πατέρας μου είπε πως είχε κάποιες δουλειές στην Αθήνα άλλα εγώ ήξερα, η καρδιά του μπορεί και να μην τον άκουγε. Μου το είχε πει πολλές φορές όταν είμασταν μαζί και διαβάζαμε τα μεγάλα βιβλία της Μυθολογίας.
Κοίταξα έξω απ το παράθυρο. Καλοκαίρι στον Όλυμπο.
-Χωρίς τον παππού δεν θα περάσω ωραία, σκέφτηκα. Πάντα έβρισκε τρόπους να με κάνει να μην βαριέμαι.
-Θάνο, έλα αγόρι μου να πάρεις τα πράγματά σου. Μπορείς να τα τακτοποιήσεις στο δωμάτιο σου;
-Έρχομαι, φώναξα και η φωνή μου πρόδιδε πως ήμουν λυπημένος.
Καθώς κατέβαινα στην αυλή έριξα μια κλεφτή ματιά στο άδειο δωμάτιο του και η καρδιά μου σφίχτηκε.
Πήρα τον σάκο με τα βιβλία μου και το παιχνίδι μου. Τι άλλο θα μου έμενε να κάνω αυτές τις μέρες εδώ πάνω.
Άφησα τον σάκο σε μια γωνιά και ξάπλωσα στο κρεβάτι κοιτώντας το ταβάνι. Κάτω η μητέρα ακουγόταν να μεταφέρει τα πράγματα στην κουζίνα. Ο πατέρας τακτοποιούσε το αυτοκίνητο και έφερνε τους σάκους μέσα.
-Θάνο έλα, ο παππούς.
Με μιας πετάχτηκα επάνω. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
-Παππού! Τι κάνεις;
-Καλά είμαι παιδί μου ακούστηκε η κουρασμένη του φωνή απ το ακουστικό -Καλά. Εσύ; Πες μου τακτοποιήθηκες; Ποτέ θα ανέβεις στο μονοπάτι μας;
Η φωνή μου δεν έβγαινε .
-Να δεν έχω όρεξη τώρα.
-Α θα σε μαλώσω, το μονοπάτι σε περιμένει να σου χαρίσει όμορφες ,αξέχαστες στιγμές. Άκου κι εμένα τι σου λέω. Αύριο το πρωί να ξεκινήσεις.
-Χωρίς εσένα όλα είναι βαρετά.
- Περιμένω θησαυρούς μην το ξεχνάς.
-Καλά .
Ακούστηκε ένα του του.
-Θα έπεσε η γραμμή, απάντησε αμέσως η μητέρα που έβαζε τα ρούχα μας στα ντουλάπια.
-Τι έχεις μικρέ; Με ρώτησε.
-Τίποτε…
-Έλα κοίτα με στα μάτια. Στην μανούλα δεν λέμε ψέματα.
-Μου λείπει.
Του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι, του έδωσε ένα φιλί και δύο τρία πουλόβερ .
-Βάλτα στο συρτάρι σου . Το βράδυ κάνει ψύχρα.
Ανέβηκα τα σκαλιά και ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι. Ίσως αύριο να πήγαινα στο μονοπάτι μας. Το μονοπάτι το δικό μου και του παππού.



Πρωινός ψίθυρος
Περπατούσα στο μονοπάτι που μου έδειξε ο παππούς. Το χαμόγελό του ήταν μπροστά στα μάτια μου. Η ζεστή φωνή του με καθοδηγούσε. Μια στιγμή μπλέχτηκε στον νου μου με την φωνή της μητέρας: « να προσέχεις στον δρόμο!».
-Μην ανησυχείς μαμά, μου τα έχει δείξει τα μονοπάτια ο παππούς.
Η μητέρα χαμογέλασε κι εγώ συνέχισα τον δόμο. Η σκέψη μου φτερούγιζε στον χρόνο. Έψαχνα για τους θησαυρούς που μου μίλησε. Σε κάθε βήμα και μια έκπληξη .Μια κουμαριά , ένας σκίνος γεμάτος πορφυρούς καρπούς , ένα έλατο με αχνοπράσινα κλαδιά σημάδι πως το δέντρο μεγάλωνε!
Στάθηκα να ξεκουραστώ σ ένα κούτσουρο, ένα τεράστιο κορμό στο ξέφωτο. Φέτος πρέπει να έκοψαν το δέντρο. Η επιφάνεια του κορμού δεν είχε προλάβει να πάρει το χρώμα της σκουριάς απ το πέρασμα του χρόνου. Βάλθηκα να μετράω τα δαχτυλίδια του δέντρου. Ίσως μάθαινα πόσο μακριά πήγαινε η ιστορία του στο μονοπάτι του χρόνου.
Ένα δύο, τρία, τέσσερα…
-θα χάσεις το μέτρημα! χα χα χα Ένα γέλιο ακούστηκε πίσω μου. Είδα ένα ξανθό νεαρό αγόρι. Φορούσε φτερά στα πόδια του . Στο χέρι του κρατούσε ένα παράξενο ραβδί που κάτι μου θύμιζε.
-Είναι δύσκολο να βρεις την ηλικία του δέντρου!
-Έχω μάθει να την μετράω με τα δαχτυλίδια του κορμού.
-Κρίμα που το έκοψαν! Η σκιά του χάριζε δροσιά πολλά χρόνια.
Με κοίταξε ίσα στα μάτια σαν να διάβαζε κάτω από τα ματόκλαδα την επιθυμία μου να ταξιδέψω σε χώρο και χρόνο μακρινό.
-Έλα μου πρότεινε το χέρι. Δεν χρειάστηκε να πει δεύτερη φορά την πρόσκληση ούτε καν ρώτησα που και γιατί. Γνώριζα που θα περνοδιάβαινε. Γνώριζα ποιος ήταν.
- ούτε το όνομά μου δεν ρώτησες, παρατήρησε.
Χαμογέλασα.
-         Σε γνωρίζω. Τα φτερά στα πόδια σου και το παράξενο ραβδί στο χέρι σου μαρτυρούν ποιος είσαι.
-         Ερμής , ο αγγελιοφόρος των Θεών του Ολύμπου, απάντησε σταθερά. Και τούτο το ραβδί το χάρισα στους κήρυκες να διαλαλούν ένα και μόνο πράγμα στον κόσμο την ειρήνη και την ομόνοια.
-         Έλα , μου έδωσε το χέρι και φύγαμε.


«Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος»


Το πρόσωπό μου το δρόσιζε η αύρα η θαλασσινή απ΄το νησάκι. Ένα νησί μικρό κατάφυτο δέντρα και σκίνα που κατέβαιναν μέχρι την θάλασσα. Εκεί που ο αφρός στεφάνωνε την αμμουδιά την είδα.
Μαλλιά κατάξανθα, μάτια θαλασσινά γεμάτα ομορφιά. Μου κράτησε το χέρι για μια στιγμή. Ένα απαλό άγγιγμα που με έκανε να δω το ηλιοβασίλεμα στην άκρη του πελάγους.
Το βήμα της με οδήγησε σε ένα τεράστιο κοχύλι.
Ίσως ήταν το πιο παράξενο ταξίδι που έκανα.
Το κοχύλι ταξίδευε γαλήνια στο πέλαγος. Η θεά δεν μιλούσε , μόνο ένα χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη  της. Που και που ακούγονταν πάνω μας ένα απαλό φτερούγισμα.
-Άκου είναι ο έρωτας που μας συντροφεύει. Τα μάτια της είχαν πάρει ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα ίδιο με τα νερά του πελάγους.
Και ταξιδεύαμε … και ταξιδεύαμε.
Δεν είχα ρωτήσει που πηγαίναμε. Ήμουν σίγουρος πως η όμορφη θεά θα με πήγαινε στο νησί της.
Τα κύματα μας έφτασαν σε στεριά. Σαν χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο ήταν το νησί. Ακρογιαλιές χρυσαφιές απ την άμμο κι από του ήλιου το χάδι. Η κοπέλα γελούσε κι έπαιζε με τα κύματαΔίπλα στο κύμα έπαιζα με την άμμο και στα μάτια μου στραφτοκοπούσε ο ήλιος, η θάλασσα, οι πλαγιές γεμάτες δέντρα.
Ξαφνικά το είδα, ένα βουνό βαμμένο κόκκινο, σαν αίμα. Στην μέση του να προβάλλει ένα λευκό μισοφέγγαρο σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος εκεί και το φεγγάρι ποτέ να μην έγινε πανσέληνος.
ένιωσα ένα σφίξιμο στον λαιμό. Γύρισα είδα την κοπέλα, τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα αρμύρα της θάλασσας.
-Θέλω να φύγω ψιθύρισε με αναφιλητά. Δεν αντέχω να βλέπω τον τόπο μου έτσι .
-Της έπιασα απαλά το χέρι μέσα στην χούφτα μου έλαμπε ένα μικρό λευκό βολαράκι.
-Μαργαριτάρι!
-Κράτησε το για να θυμάσαι την θλίψη μου.

Κράτησε το να θυμάσαι τον τόπο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου