Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Μεγάλη Παρασκευή

Μεγάλη Παρασκευή


Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται

Το κτίριο ήταν μεγάλο! Γεμάτο γυάλινα παράθυρα. Στεκόμουν απέξω και κοιτούσα από ψηλά. Ξεχώρισα δυο παιδικά μάτια  στο παράθυρο του πέμπτου 
ορόφου. Ένα παιδί σ αυτό το κτήριο; μου φάνηκε παράξενο. Πλησίασα. 
Το γνώριζα πως οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να με διακρίνουν με τα μάτια τους. Είναι γεμάτοι μέριμνες και φροντίδες οι άνθρωποι και δεν μπορούν να δουν με τα μάτια της ψυχής. 
Το μικρό κορίτσι είχε κολλήσει την μυτούλα του στο μεγάλο γκρίζο τζάμι και η ανάσα του χρωμάτιζε το γυαλί. Άγγιξε με την άκρη των δακτύλων της το υγρό παράθυρο και τότε με είδε. Στην αρχή τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη 
-Άγγελος !είπε με φωνή που έτρεμε.
Την πλησίασα. 
-Με λένε Σεραφείμ, περνοδιαβαίνω τον κόσμο και μου αρέσει να βοηθώ τους ανθρώπους, της είπα σιγανά. Δεν ήθελα να την φοβίσω.
Τα μεγάλα μάτια της συννέφιασαν. 
-Εδώ, μάλλον έκανες λάθος. 
Την κοίταξα με απορία. 
-Λάθος; 
-Ναι, μου απάντησε με σταθερή φωνή. Εδώ μπαίνουμε και δεν μπορούμε να ξαναβγούμε. Να χες, έφυγε ο Λάζαρος, ήταν πολύ καλός μου φίλος, αλλά τώρα σου κάνει παρέα στον ουρανό.
Της χάιδεψα με το χέρι μου το κεφάλι της. 
-Τα μαλλιά μου ήταν πολύ μακριά το ξέρεις; Η μαμά τα έκανε μια  κοτσίδα και είχα και χρωματιστά κοκαλάκια….
-Θα γίνεις καλά.
-Δεν το ξέρω. Μόνο εσύ το γνωρίζεις επειδή ταξιδεύεις εκεί πάνω κοντά στον Θεούλη.
-Θα γίνεις καλά. Την φίλησα στο κεφαλάκι και έφυγα.
Πετούσα πάνω ψηλά, πολύ ψηλά. Γρήγορα κι όλο και πιο γρήγορα. Δεν ήθελα να δουν τα μάτια μου που ήταν γεμάτα σταγόνες δακρύων.
Είχα φτάσει πια.
Έσκυψα, άγγιξα εκείνο τον μεγάλο θρόνο και δεν είπα τίποτε μόνο δάκρυσα. Ο Κύριος ήξερε.
-Σήκω Σεραφείμ. Τα δάκρυά σου είναι η ίαση του παιδιού.
 Ήταν η φωνή Του, μια φωνή γλυκιά και σταθερή.

Η μαμά προχώρησε στο γραφείο του γιατρού. Έδωσε ένα φιλί στο κορίτσι.
-Μικρή μου θα γυρίσω γρήγορα και τα νέα θα είναι ευχάριστα.
-Το ξέρω μαμά. Μου το είπε ο άγγελος.
Η μητέρα έδωσε ένα στοργικό φιλί στο κεφαλάκι.
Αχ τα φάρμακα της φέρανε παραισθήσεις. Θεέ μου ας μην τραβήξει άλλα βάσανα το μικρό μου!
Ο γιατρός καθόταν μπροστά στον φωτεινό πίνακα 
με τις εξετάσεις αναρτημένες και τις παρατηρούσε.
Κατάλαβε πως μπήκε η κυρία μέσα και γύρισε. Στα χείλη του ήταν ζωγραφισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο.
-Κυρία Παπαδοπούλου, έχω πολύ ευχάριστα νέα για την μικρή.
Η καρδιά της μαμά χτυπούσε γρήγορα.
-Η μικρή ανταποκρίθηκε πολύ γρήγορα, απ ότι φαίνεται στην νέα θεραπεία.
 Οι εξετάσεις δείχνουν αλματώδη βελτίωση.
-Γιατρέ μου είστε σίγουρος;
 Μετά από τις τελευταίες χημειοθεραπείες το παιδί έμοιαζε καταβεβλημένο. 
Σήμερα μάλιστα κατάλαβα πως είχε παραισθήσεις μου μιλούσε για αγγέλους και οράματα. 
-Κυρία Παπαδοπούλου, το ξέρετε πολύ καλά πως η μικρή 
είναι ένα ευφυέστατο παιδί και πλέκει ιστορίες, έχει μεγάλη φαντασία. Εγώ 
σας μιλώ με ντοκουμέντα. Οι εξετάσεις μιλάνε από μόνες τους. Το παιδί είναι απολύτως καλά. Αύριο μπορείτε να πάτε σπίτι σας.

Την έβλεπα από το τζάμι να μαζεύει
 τα πράγματά της. Πήρε και ένα μικρό αλογάκι. Το κράτησε για λίγο 
στο μάγουλό της και ψιθύρισε 
-Έγινα καλά, Λάζαρε! 
Σίγουρα ο Σεραφείμ θα σου το πει.
Κοίταξε στο παράθυρο. 
Με είδε τα μάτια της γελούσαν με μια χαρά που με έκανε να δακρύσω. 
Ήταν η χαρά της ζωής.



ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ανάσταση

Χαίρετε και αγαλλιάσθε 
τι ο μισθός υμών πολύς 
εν τοις ουρανοίς.

Στεκόμουν στον μεγάλο λίθο. Είχε ξημερώσει, ήταν μια χαρούμενη ανοιξιάτικη ημέρα. Θα έφερνα στους ανθρώπους το πιο χαρμόσυνο μήνυμα, το μήνυμα 
της ανάστασης Του.
Τις είδα να έρχονται από μακριά. Μαυροφορεμένες, γεμάτες αγωνία κρατούσαν στα χέρια τους μικρά αλαβάστρινα δοχεία.
Προχώρησαν προς το κενό μνημείο. Άκουγα τις ομιλίες τους.
-Ποιός θα μετακινήσει την μεγάλη πέτρα; 
-Πιστεύω να μας βοηθήσουν οι στρατιώτες, Μαρία. Άλλωστε δεν μπορούν να μας αρνηθούν, πρόκειται για έθιμο της πατρίδας μας. Είναι τρεις ημέρες νεκρός ο Διδάσκαλος. Πρέπει να αλείψουμε το σώμα του με μύρα.
Η Μαρία η Μαγδαληνή προχώρησε πιο μπροστά. Τότε με είδε να κάθομαι πάνω στον βράχο. Με κοίταξε με απορία. 
-Γιατί ζητάτε  Τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; την ρώτησα.
Η κοπέλα με κοίταξε περίεργα, σαν να μην ένιωθε τι ακριβώς της έλεγα.
ζητάτε τον Ιησού τον Ναζωραίο; Την ξαναρώτησα.
-Ναι, πάμε να μυρώσουμε σώμα του, μου απάντησε με σιγανή φωνή. 
-Αναστήθηκε, να κοιτάξτε και τον τάφο .
-Πηγαίνετε να το αναγγείλετε στους μαθητές του και στον Πέτρο.
Η κοπέλα έτρεξε βιαστικά μέσα στο μνημείο. Βγήκε κρατώντας τα εντάφια σπάργανα
-Αναστήθηκε! Ο Ιησούς αναστήθηκε
Άρχισαν να τρέχουν προς την πόλη.
Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά μια από φόβο μιά από ανείπωτη χαρά.
Σταμάτησαν στην πρώτη χωρική που συνάντησαν
-Αναστήθηκε!  Αναστήθηκε!
-Μα τι λέτε; Πως είναι δυνατόν; τους απάντησε η γυναίκα που μόλις είχε φύγει απ το κοτέτσι της κρατώντας στο χέρι της ένα καλάθι με αυγά.
-Αναστήθηκε! Ξαναφώναξε η Μαρία το μνημείο ήταν κενό!

-    Μαρία Μαγδαληνή  αυτά δεν είναι δυνατόν να γίνουν στους
ανθρώπους. Συνέχισε η γυναίκα .
-Αν αναστήθηκε τότε τούτα τα αυγά που έχω στο καλάθι μου να γίνουν
 κόκκινα.
Η γυναίκα μετακίνησε το μαντήλι πάνω από το καλάθι. Όλα  τα αυγά ήταν κόκκινα
Οι κοπέλες έτρεχαν προς την πόλη και ήθελαν  όσο πιο γρήγορα να 
αναγγείλουν το χαρμόσυνο μήνυμα στους μαθητές: 
Χριστός Ανέστη

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η χρήση της κούκλας.

         Υπάρχουν πολλοί τρόποι να εισάγουμε ένα θέμα στην σχολική τάξη. Ένας από τους καλύτερους είναι: μια κούκλα. Κατά την διάρκ...